- κονιστήριον
- κονῑσ-τήριον, τό,A = κονίστρα, Vitr.5.11.2, IGRom.4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κονιστήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιστήριον — κονιοτήριον, τὸ (Α) βαθύ σκάμμα τής αρχαίας παλαίστρας και τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ (πρβλ. μέλλ. κονίσ ω τού κονίω) + … Dictionary of Greek
КОНИСТРА — • Conisterium, Κονιστήριον, κονίστρα, собственно пыльное и песчаное место; так называлась в гимназиях арена, на которой упражнялись борцы. В греческом театре К. означает то место, на котором воздвигалась из досок ορχήστρα, т. е.… … Реальный словарь классических древностей
αποδυτήριο — Ιδιαίτερος χώρος των λουτρών ή των γυμναστηρίων κλπ. όπου γδύνονται και ντύνονται οι λουόμενοι ή οι αθλητές, οι γυμναζόμενοι κλπ. Στα αρχαία γυμναστήρια, α. ονομαζόταν ένα δωμάτιο στη νότια διπλή στοά. Βρισκόταν πριν από το κονιστήριον, το οποίο… … Dictionary of Greek